- απολεμως
- ἀπολέμωςбез войн, миролюбиво, мирно
(ἀ. ἔχειν Xen., Plat.; διάγειν τέν ἀρχήν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀ. ἔχειν Xen., Plat.; διάγειν τέν ἀρχήν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπολέμως — ἀπόλεμος unwarlike adverbial ἀπόλεμος unwarlike masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek